Twitter Buttons

Τρίτη 22 Μαρτίου 2011

Λαμέ και Γένεσις

Στην αρχή ο Θεός έφτιαξε τον ουρανό και την γη, στα ανάμεσα έφτιαξε τα υπόλοιπα συμπληρώματα (ζώα, φυτά, πράγματα και το ομώνυμο παιχνίδι) και εκεί στο τέλος άρχισε να ασχολείται με πιο σοβαρά πράγματα. Ξεκίνησε λοιπόν την προτελευταία μέρα να ασχολείται με την κατασκευή των ανθρώπων και ενώ τους ξεπέταξε όλους σχεδόν σε 2 ωρίτσες και άρχισε να ετοιμάζεται για την τελευταία μέρα που είχε ρεπό, ένα μοντέλο ανθρώπου είχε αποδειχθεί ελαττωματικό και όσο και αν προσπαθούσε δεν μπορούσε να βρει τι φταίει. Ήταν οι Έλληνες που σε αντίθεση με τους άλλους λαούς δεν ήταν χαρούμενοι με τίποτα. Τους έδινε δουλειές που θα πληρώνονται χωρίς να δουλεύουν, τους έφτιαξε νησιά να κάνουν διακοπές όλο τον χρόνο, τους έγραψε τεράστια ιστορία για να μπορούν να πρίζουν τον υπόλοιπο πλανήτη, τους έφτιαξε την Αλίκη Βουγιουκλάκη. Οι Έλληνες όμως δεν ήταν χαρούμενοι με τίποτα, κάθονταν εκεί, δυστυχισμένοι και «κενοί». Και τότε είπεν ο Θεός, Γενηθήτω τα μπουζούκια και οι Έλληνες χάρηκαν και ανεφώνησαν, ‘ΩΠΑ.
Υπάρχουν πολλοί που αμφισβητούν την παραπάνω επίσημη εκδοχή της εκκλησίας για την προέλευση των μπουζουκιών. Αυτοί οι πολλοί λένε πως όλα ξεκίνησαν από τους ρεμπέτες. Οι ρεμπέτες ήταν άνθρωποι που ζούσαν πολύ παλιά και παρόλο που γεννήθηκαν σε άσχετο τόπο και χρόνο ήταν ρασταφάρι στην ψυχή. Η reggae όμως δεν είχε ανακαλυφθεί και οι αγαπημένοι μας ρεμπέτες έπρεπε να δημιουργήσουν οι ίδιοι την μουσική που χρειάζονταν για να την πιουν (η μετέπειτα ανακάλυψη της reggae εξαφάνισε την ρεμπέτικη μουσική). Μαζεύονταν λοιπόν όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά σε μικρά μαγαζάκια όπου πίναν, την πίναν και τραγουδούσαν τραγούδια ανείπωτης μαγκιάς και καραμπουζουκλιάς. Ο ρεμπέτικος τρόπος διασκέδασης δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητος από τους τρέντυς της εποχής. Βρήκαν λοιπόν ένα βαρύμαγκα του Πειραιά (τον Μανώλη Χιώτη) και του ζήτησαν να κάνει το μπουζούκι να ακούγεται λίγο πιο χαρούμενο, λίγο πιο τσιφτετέλι, λίγο πιο mambo. Μετά από λεπτά πειραματισμών  ο Χιώτης τα κατάφερε προσθέτοντας μία ακόμα χορδή στο μπουζούκι. Οι τρέντυς ενθουσιάστηκαν με τον ήχο του νέου μπουζουκιού και άρχισαν να του πετάνε γαρύφαλλα, θέλοντας να δείξουν πως το παλιό μπουζούκι πέθανε οριστικά. Αμέσως παρατήρησαν πως όσα περισσότερα γαρύφαλλα του πετούσαν τόσο καλύτερα έπαιζε και προσέλαβαν μία κοπέλα να τα μεταφέρει. Ο Χιώτης καθότι έξυπνος άνθρωπος, άνοιξε ένα τεράστιο μαγαζί για να έρχονται να τον δούνε και να πληρώνουν όσο περισσότεροι γίνεται. Το μαγαζί αυτό ονομάστηκε κοσμικό κέντρο και αμέσως στα χείλη του λαού έγινε απλά, «μπουζούκια».
Τα μπουζούκια λοιπόν έγιναν το άλφα και το ωμέγα στην διασκέδαση κάθε ελαφρά σκεπτόμενου ανθρώπου. Για να μην προκληθεί χάος στα μαγαζιά αμέσως δημιουργήθηκε μία οργάνωση για την δημιουργία κανόνων στα μπουζούκια γνωστή και ως Ν.Υ.Χ.Τ.Α. (οι τελείες έχουν μπει για εφέ). Η οργάνωση αυτή αποφάσισε πως πρέπει να υπάρξει καταρχάς κοινωνική διαστρωμάτωση και στα μπουζούκια. Στα πρώτα τραπέζια κάθεται η αφρόκρεμα των χειρότερων, χοντροί εφοπλιστές με πούρα στο χέρι κάθονται μαζί με πλαστικοποιημένες κυρίες και κάθε είδους λαμόγιο (sic). Τα υπόλοιπα πρώτα τραπέζια συμπληρώνουν οι διάφοροι celebrities που σχεδιάζουν με κάθε λεπτομέρεια την έξοδό τους ζυγίζοντας το πόσο φίλος τους είναι το πρώτο όνομα και το πόσους δημοσιογράφους θα έχει. Στη επόμενη σειρά τραπεζιών οι απλοί λεφτάδες, που κοιτούν με μίσος τους θαμώνες τις πρώτης σειράς που τους κόβουν την θέα. Μαζί τους οι γυναίκες τους, που κοιτάν τους άντρες τους με βλέμμα γεμάτο περιφρόνηση που δεν κατάφεραν να γίνουν πλούσιοι σαν τους χοντρούς στην μπροστά σειρά ώστε να πλαστικοποιηθούν και αυτές. Στην τρίτη σειρά βρίσκονται κυρίως παρέες νεαρών κοριτσιών ντυμένες με τα απαραίτητα που είναι έτοιμες να τα δώσουν και να τα κάνουν όλα, για να προσελκύσουν αρσενικά, κάνοντας περήφανους τους πατεράδες τους. Στις επόμενες σειρές τα πράγματα είναι πιο απλά. Μικτές παρέες χαμηλότερων εισοδημάτων φωνάζουν με κάθε τους κίνηση πως είναι εργάτες-υπάλληλοι και δεν έχουν λεφτά. Για να κάνουν ακόμα πιο έντονη την έλλειψη χρημάτων τους τρώνε περισσότερα απ’ όλους τους άλλους. Πάντοτε τραγουδάνε κουνώντας το ένα τους χέρι και ανεβαίνουν στην πίστα σε κάθε ευκαιρία. Για να αναγνωρίσετε τώρα τους θαμώνες από την επαρχία αρκεί να αναζητήσετε την λάμψη. Οι επαρχιώτες θαμώνες μπορεί να βρίσκονται οπουδήποτε ξεχωρίζουν όμως από τα γυαλιστερά ρούχα-παπούτσια-κοσμήματα-μαλλιά τους, μετατρέποντας την γνωστή παροιμία «ότι λάμπει δεν είναι χρυσός» σε «ότι λάμπει δεν είναι από εδώ». Τέλος έξω από το μαγαζί ή έστω μέσα αλλά κρυμμένοι στις σκιές βρίσκονται τα μπακούρια, νέοι άντρες χωρίς λεφτά στην τσέπη που το μόνο που σκέφτονται είναι πως τελικά η ηθική είναι μία μαλακία και θέλουν να γίνουν σαν αυτούς στην πρώτη σειρά για να πηδάνε αυτές στην τρίτη. Ο δεύτερος και τελευταίος νόμος στον πλανήτη μπουζούκι είναι πως το μεγαλύτερο όνομα μπαίνει πρώτο στην ταμπέλα και βγαίνει μόνο αφού έχουν μεθύσει όλοι (ακούγοντας πριν όλα του τα ξαδέρφια-ανίψια-γκόμενες-ους που πηδάει).
Ο Θεός λοιπόν αφού έπλασε τα μπουζούκια, αποφάσισε να τα επισκεφθεί μαζί με τους Έλληνες. Αφού πήρε μερικά τηλέφωνα για να βρει τραπέζι (ήταν η παγκόσμια πρεμιέρα και ήταν όλα κλεισμένα), αφού χαιρέτισε τον μετρ, αφού τραγούδησε με τον ΛεΠα το «όταν σε έπλασε ο Θεός είχε μεγάλα κέφια», αφού έγινε κομμάτια και έφαγε βρώμικο σε καντίνα, κοιμήθηκε. Και την άλλη μέρα που ξύπνησε ήταν χάλια και αναπαύθηκε. Και από τότε, κανείς δεν δούλεψε ξανά την Κυριακή τιμώντας την παράδοση του Κυρίου. Αμήν.
      



1 σχόλιο: